προφύσιον

προφύσιον
το заплечики (в доменной печи)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προφύσιον" в других словарях:

  • προφύσια — προφύσιον case for the pipe of a bellows neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφύσιο — το / προφύσιον, ΝΑ νεοελλ. κωνικός σωλήνας υψικαμίνου που αποτελεί συνέχεια τού αεραγωγού αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «προφύσια ἐν τοῑς μετάλλοις τὰ σκέπης χάριν τῶν ἐν ταῑς φύσαις αὐλῶν τιθέμενα». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φῦσα «φυσερό»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»